- μελανίας
- μελανίᾱς , μελανίαblacknessfem acc plμελανίᾱς , μελανίαblacknessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελανίας — ο (μετεωρ.) παχύ στρώμα άμορφων, μελανών ή με βαθύ σταχτί χρώμα νεφών χαμηλού ύψους, ακαθόριστου σχήματος, το οποίο καλύπτει συνήθως ολόκληρο τον ουρανό και προκαλεί συνεχείς βροχές και χιόνια, αλλ. μελανία, η … Dictionary of Greek
μελανιά — και μελανία, η (ΑM μελανία) μαύρο στίγμα από μελάνι, μαύρη κηλίδα νεοελλ. 1. μελανότητα τού δέρματος, ιδίως από πίεση ή χτύπημα, μελάνιασμα 2. (στον τ. μελανία) α) ο μελανιάς β) ζωολ. γένος προσωβράγχιων γαστεροπόδων τών γλυκών νερών μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
σωρειτομελανίας — ο, Ν (μετεωρ.) κύριος τύπος νεφών μεγάλης κατακόρυφης ανάπτυξης τών οποίων οι σωρειτόμορφες διαστρώσεις ανυψώνονται με τη μορφή ογκωδών ορέων ή τεράστιων πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωρείτης + μελανίας «παχύ στρώμα άμορφων μελανών νεφών»] … Dictionary of Greek